κροτωνέλαιο

κροτωνέλαιο
το
(φαρμ.) έλαιο που λαμβάνεται με εκχύλιση κονιοποιημένων σπερμάτων τού φυτού Croton tiglium και χρησιμοποιείται στην κτηνιατρική ως επισπαστικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. croton oil < croton (< κρότων) + oil (< μσν. αγγλ. olie < αρχ. γαλλ. olie < λατ. oleum < ἔλαιον). Η λ., στον λόγιο τ. κροτωνέλαιον, μαρτυρείται από το 1889-1898 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”